
Ο φιλήσυχος και μετριοπαθής χαρακτήρας της Ειρήνης Μάρκου μεταμορφώθηκε σε ένα κύμα οργής την ημέρα που εμφανίστηκα με αφοπλιστικό θράσος ενώπιον της και ανακοίνωσα με αποφασιστικότητα την αναχώρηση μου για τον Καναδά. Μόλις τότε αντιλήφθηκα την ομολογουμένως επιτήδεια προσπάθεια της να κρύβει την βία που φώλιαζε μέσα της. Ως την στιγμή εκείνη ήταν μία ήρεμη και πειθήνια γυναίκα που την λάτρευα για το κελαριστό της γέλιο.
Είχαμε γνωριστεί πριν σχεδόν δύο χρόνια όταν ξεκίνησα την συνεργασία μου με τον εκδοτικό οίκο Π. Ήταν και εκείνη μεταφράστρια και μιλήσαμε για πρώτη φορά σε μια εκδήλωση του εκδοτικού οίκου για την παρουσίαση ενός βιβλίου, στο οποίο η Ειρήνη είχε κάνει την μετάφραση. Εκείνο το διάστημα καταπιανόμασταν με την μετάφραση μιας σωρείας βιβλίων αυτοβελτίωσης, που ο εκδοτικός οίκος εξέδιδε με την συχνότητα που εκδίδονταν στο παρελθόν τα αισθηματικά βιβλία τύπου “¨Αρλεκιν”. Με χαιρέτησε εγκάρδια όταν την συνεχάρηκα για την μετάφραση της, χωρίς να δείξει ότι είχε αντιληφθεί ότι αγνοούσα ακόμα και τον τίτλο του βιβλίου που είχε μεταφράσει.
Μετά την εικοσάλεπτη αναγνωριστική συζήτησή μας αντιλήφθηκα ότι είχαμε δύο σημαντικά κοινά στοιχεία. Είχαμε σπουδάσει νομικά, τα οποία αποχαιρετήσαμε ευθύς με την τελετή της αποφοίτησης μας, ενώ ταυτόχρονα, εξαιτίας της τρομακτικής χρεωκοπίας των οικογενειακών μας οικονομικών, είχαμε καταφύγει ήδη σε μία ντουζίνα δουλειές για να καλύπτουμε τα τρέχοντα έξοδα μας, παρά το γεγονός ότι είμασταν μόλις είκοσι οκτώ χρονών. Η Ειρήνη μαζί με την μητέρα της και τις δύο μικρότερες αδελφές της ζούσαν σε μια μικρή μονοκατοικία στα βόρεια προάστια, το τελευταίο απομεινάρι της παλιάς δόξας της οικογενείας της. Εγώ, έχοντας χάσει ήδη και τους δύο γονείς μου, έγραφα σε μηνιαία βάση, ικετευτικά γράμματα στον μεγαλύτερο αδελφό μου που ζούσε στον Καναδά ήδη από πενταετία, από το μικρό διαμέρισμα που νοίκιαζα σε μια συμπαθητική γειτονιά του Πειραιά.
Ο αδελφός μου, ο Ορέστης, αν και δεν επέδειξε ποτέ διάθεση να μου στείλει χρήματα, σε κάθε του γράμμα μου έστελνε διευθύνσεις και τηλέφωνα φίλων και γνωστών του προς εύρεση εργασίας, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να καλυτερεύσει την άθλια κατάσταση μου.
Πριν πεθάνει η μητέρα μας, με είχε εφοδιάσει με δύο πολύ σημαντικές πληροφορίες που την μεν πρώτη αγνοούσε ο αδελφός μου, ενώ την δεύτερη, παρά το ότι την είχε υπόψιν του, αγνοούσε ότι την γνώριζε η μητέρα μου. Σε ηλικία είκοσι έξι ετών, λοιπόν, είχα μάθει: α) ότι ο πατέρας μου ζούσε ακόμα, χαμένος κάπου στην Βραζιλία, σε αντίθεση με τον πατέρα του Ορέστη – και δικό μου έως εκείνη την στιγμή – που είχε πεθάνει όταν ήμουν είκοσι τεσσάρων ετών και β) ότι ο αδελφός μου ήταν πάμπλουτος.
Όταν ενημερώθηκα πριν ένα μήνα για τον θάνατο του αδελφού μου σε ένα αεροπορικό δυστύχημα που είχε με το προσωπικό διθέσιο αεροπλάνο του, το οποίο πιλοτάριζε ο ίδιος, κατάλαβα ότι είχε έρθει η στιγμή να εκπληρωθεί η επιθυμία που είχα σε όλη μου την ζωή, να ζήσω σε ένα σπίτι που θα μπορούσα να θεωρώ δικό μου. Η καρδιά μου μαλάκωσε από το ανεξήγητο μίσος για τους άλλους που είχα σωρεύσει μέσα μου τα τελευταία χρόνια και που τροφοδοτούσε κυρίως η δυσκολία μου για την εξασφάλιση της καθημερινής μου επιβίωσης. Το μόνο ζήτημα που θα έπρεπε να διευθετήσω θα ήταν η σχέση μου με την Ειρήνη.
Αντικειμενικά ο δεσμός μου με την Ειρήνη δεν είχε πολλές πιθανότητες να ευοδώσει. Είχε συνέχεια στον νου της πώς θα επανέλθει στα “μεγαλεία” της ζωής που είχε γνωρίσει έως τα είκοσι δύο της χρόνια, με αποτέλεσμα να θεωρεί κάθε μέρα, που δεν συνέβαινε αυτό, μία ακόμη πληγή στον ήδη σακατεμένο εγωισμό της. Η εξέλιξη με τον θάνατο του αδελφού μου και την επικείμενη ευπορία μου, είμαι σίγουρος ότι θα την βοηθούσε να με ερωτευτεί, αλλά ήμουν πλέον σε μία ηλικία που δεν θα μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου για την ειλικρίνεια της μεταστροφή της.
Όταν έφυγα τρέχοντας, εν μέσω φωνών, από την καφετέρια που της είχα ανακοινώσει την αναχώρηση μου για τον Καναδά, ο σερβιτόρος την επομένη μου ανέφερε ότι ένα σταχτοδοχείο πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές καθήμενος αναπαυτικά σε μία από τις θέσεις του αεροπλάνου που με μεταφέρει στον Καναδά, έχοντας caput intra nubes (το κεφάλι στα σύννεφα), κυριολεκτικά και μεταφορικά, μακαρίζω τον άγνωστο πατέρα μου για την τυχοδιωκτική νοοτροπία που μου κληροδότησε._
